unhealthy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | unhealthy |
συγκριτικός | unhealthier / more unhealthy |
υπερθετικός | unhealthiest / most unhealthy |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
unhealthy (en)
- άρρωστος, όχι υγιής
- ανθυγιεινός, επικίνδυνος για την υγεία
- ↪ Someone underweight isn't necessarily unhealthy.
- Το να είναι κάποιος λιποβαρής δεν είναι απαραίτητα ανθυγιεινό.
- ↪ Someone underweight isn't necessarily unhealthy.
- αρρωστημένος, άρρωστος, όχι φυσιολογικός