sick

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός sick
συγκριτικός sicker
υπερθετικός sickest

Επίθετο

[επεξεργασία]

sick (en)

  1. άρρωστος, ασθενής
    ⮡  He fell sick.
    Έπεσε άρρωστος.
    ⮡  I am sick.
    Είμαι άρρωστη.
    ⮡  He has been sick for months.
    Είναι άρρωστος επί μήνες.
    ⮡  The sick child is burning up from the fever.
    Το άρρωστο παιδί ψηνόταν από τον πυρετό.
    ⮡  Who is sick?
    Ποιος είναι ασθενής;
    ⮡  I am out sick.
    Βγαίνω ασθενής.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη ill
  2. νιώθω ότι πρέπει να κάνω εμετό, που έχει τάση για εμετό, λιγώνω
    ⮡  I am going to be sick.
    Κάνω εμετό.
    ⮡  I am feeling sick.
    Μου έρχεται εμετός.
    ⮡  The pie was very oily and made me sick.
    Η πίτα έγινε πολύ λαδερή και με λίγωσε.
    ⮡  I ate three pastries and got sick.
    Έφαγα τρεις πάστες και λιγώθηκα.
  3. (ανεπίσημο) σιχαίνομαι, μπουχτίζω, βαριέμαι ή με ενοχλεί κάτι που συμβαίνει εδώ και πολύ καιρό και θέλω να σταματήσει
    ⮡  I am sick of everything.
    Τα σιχάθηκα όλα.
    ⮡  I’m sick and tired of politics.
    Σιχάθηκα την πολιτική.
    ⮡  I’m getting sick of his lectures.
    Μπούχτισα τις συμβουλές του.
    ⮡  I’m sick of being told what to do.
    Βαρέθηκα πια να μου λένε τι να κάνω.
  4. (ανεπίσημο) νοσηρός, ειδικά για το χιούμορ που πραγματεύεται θέματα με σκληρό τρόπο που κάποιοι πιστεύουν ότι είναι προσβλητικό
    ⮡  sick humor - νοσηρό χιούμορ
  5. (ανεπίσημο) αρρωστημένος, άρρωστος, που έχει ευχαρίστηση να κάνει παράξενα ή σκληρά πράγματα
    ⮡  a sick mind - αρρωστημένο/άρρωστο μυαλό
    ⮡  a sick fantasy - άρρωστη φαντασία
     συνώνυμα: unhealthy

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]