homesick
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | homesick |
συγκριτικός | more homesick |
υπερθετικός | most homesick |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
homesick (en)
- νοσταλγώ, είμαι λυπημένος γιατί λείπω από το σπίτι και μου λείπουν η οικογένεια και οι φίλοι μου
- ↪ I am homesick for my country.
- Νοσταλγώ την πατρίδα μου.
- ↪ I am homesick for my country.