healthy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός healthy
συγκριτικός healthier / more healthy
υπερθετικός healthiest / most healthy

Ετυμολογία [επεξεργασία]

healthy < health + -y

Επίθετο[επεξεργασία]

healthy (en)

  1. υγιής, έχω καλή υγεία και δεν είναι πιθανό να αρρωστήσω
    The doctor told me I am completely healthy.
    Ο γιατρός μου είπε ότι είμαι εντελώς υγιής.
    My neighbor is ninety five years old and is still healthy.
    Η γειτόνισσά μου είναι ενενήντα πέντε χρονών και είναι ακόμα υγιής.
  2. υγιεινός, που είναι καλό για την υγεία μου
    Why isn’t chocolate healthy?
    Γιατί δεν είναι υγιεινή η σοκολάτα;
  3. καλός, που δείχνει ότι έχω καλή υγεία
    a healthy appetite - καλή όρεξη
  4. υγιής, φυσιολογικό και λογικό
    healthy thinking - υγιείς σκέψεις
    healthy reactions - υγιείς αντιδράσεις
  5. υγιής, καλός, επιτυχημένο και δουλεύει καλά
    a healthy economy - υγιής οικονομία
    It’s a healthy sign that…
    Είναι καλό σημάδι ότι…
  6. μεγάλος και δείχνει επιτυχία
    a healthy profit - μεγάλο κέρδος

Πηγές[επεξεργασία]