health
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία en
[επεξεργασία]- health < παλαιοαγγλικά: hǣlth, γερμανικής προέλευσης
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η υγεία, η κατάσταση του σώματος ή του νου ενός ατόμου
- ⮡ I am in good health.
- Είμαι καλά στην υγεία μου.
- ⮡ It’s not good for your health./It doesn’t do any good for your health.
- Δεν κάνει καλό στην υγεία σου.
- ⮡ All our main concern should be the preservation of our health.
- Κύριο μέλημα όλων μας πρέπει να είναι η διαφύλαξη της υγείας μας.
- ⮡ I am in good health.
- η υγεία, η εργασία της παροχής ιατρικών υπηρεσιών
- ⮡ The national health system must be reorganized.
- Πρέπει να αναδιοργανωθεί το εθνικό σύστημα υγείας.
- ⮡ The national health system must be reorganized.
- η υγεία, πόσο πετυχημένο είναι κάτι