αρρωστημένο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρρωστημένο < ουδέτερο της μετοχής αρρωστημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου αρρωσταίνω

Μετοχή

[επεξεργασία]

αρρωστημένο

Δείτε επίσης: αρρωστημένος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]