αλεπού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλεπού | οι | αλεπούδες |
γενική | της | αλεπούς | των | αλεπούδων |
αιτιατική | την | αλεπού | τις | αλεπούδες |
κλητική | αλεπού | αλεπούδες | ||
όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλεπού < αρχαία ελληνική ἀλώπηξ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλεπού θηλυκό
- (ζωολογία) μικρό θηλαστικό με κοκκινωπή γούνα, που ανήκει στην οικογένεια των Κυνοειδών
- μπήκε η αλεπού στο κοτέτσι και έφαγε μια κότα!
- (μεταφορικά) λέγεται για πονηρό άνθρωπο
- αυτός είναι πραγματική αλεπού
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
πονηρός άνθρωπος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
αλεπού στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλεπού