αλεπού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Αλεπού

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλεπού οι αλεπούδες
      γενική της αλεπούς των αλεπούδων
    αιτιατική την αλεπού τις αλεπούδες
     κλητική αλεπού αλεπούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλεπού < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀλεποῦ / ἀλωποῦ < ελληνιστική κοινή ἀλωπά < αρχαία ελληνική ἀλωπός / ἀλώπηξ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.leˈpu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λε‐πού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Μία κόκκινη αλεπού (Vulpes vulpes).

αλεπού θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) μικρό θηλαστικό με κοκκινωπή γούνα, που ανήκει στην οικογένεια των Κυνοειδών
    μπήκε η αλεπού στο κοτέτσι και έφαγε μια κότα!
  2. (μεταφορικά) λέγεται για πονηρό άνθρωπο
    αυτός είναι πραγματική αλεπού
     συνώνυμα: μαριόλα, πονηρός

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]