ἀλώπηξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ανώμαλα μεταπλαστά ουσιαστικά | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ᾰλωπεκ- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | ἀλώπηξ | αἱ | ἀλώπεκες | ||||
γενική | τῆς | ἀλώπεκος | τῶν | ἀλωπέκων | ||||
δοτική | τῇ | ἀλώπεκῐ | ταῖς | ἀλώπεξῐ(ν) επικός: ἀλωπήκεσσι | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀλώπεκᾰ | τὰς | ἀλώπεκᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ἀλώπηξ | ἀλώπεκες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀλώπεκε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀλωπέκοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀλώπηξ < προγενέστερος τύπος *alōpēḱos, *alṓpāks. Πιθανόν έχει σχέση με την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂lōp-eh₂-s < *h₂lop-. Απαντάει παρόμοιος τύπος σε πολλές χώρες γύρω από τη Μεσόγειο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀλώπηξ θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) αλεπού
- (θηλαστικό ζώο) ένα είδος (ιπτάμενου) σκίουρου
- (ιχθυολογία) είδος καρχαρία
- (μεταφορικά) πονηρός, πανούργος
- (στον πληθυντικό) ἀλώπεκες:
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ἀλώπηξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλώπηξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φύλαξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' εξαιρέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά μεταπλαστά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Θηλαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Ζώα (αρχαία ελληνικά)
- Ιχθυολογία (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Ανατομία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)