καρχαρίας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρχαρίας οι καρχαρίες
      γενική του καρχαρία των καρχαριών
    αιτιατική τον καρχαρία τους καρχαρίες
     κλητική καρχαρία καρχαρίες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένας μαυροπτέρυγος καρχαρίας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρχαρίας < αρχαία ελληνική καρχαρίας [1] < κάρχαρος (αιχμηρός, κοφτερός)
για τη μεταφορική σημασία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική requin

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaɾ.xaˈɾi.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρ‐χα‐ρί‐ας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρχαρίας αρσενικό

  1. (ψάρι) το σαρκοβόρο ψάρι που έχει ιδιαίτερες ικανότητες στο κολύμπι εξαιτίας του υδροδυναμικού σώματός του, με αιχμηρά σαγόνια δυνατή ουρά και χαρακτηριστικό πτερύγιο. Αποτελεί υφομοταξία των χονδριχθυών.
  2. (μεταφορικά) ο πλούσιος άνθρωπος που ενδιαφέρεται μόνο για τα προσωπικά του οφέλη, ο άρπαγας

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]