squalo
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σε:
πλοήγηση
,
αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
squalo
(it)
αρσενικό
(
ιχθυολογία
) ο
καρχαρίας
, το
σκυλόψαρο
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά (ιταλικά)
Ιταλική γλώσσα
Ιχθυολογία (ιταλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πύλες
Τυχαία σελίδα
συνεισφορά
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Πρόσφατες αλλαγές
Νέες σελίδες
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δημιουργία
Δωρεές
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Έκδοση εκτύπωσης
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Άλλες γλώσσες
Deutsch
English
Euskara
Suomi
Français
Galego
Magyar
Ido
Italiano
日本語
한국어
Lietuvių
Malagasy
Македонски
Nederlands
Polski
Русский
Svenska
ไทย
Türkçe