hai
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιαπωνικά (ja)[επεξεργασία]
Μεταγραφή[επεξεργασία]
hai (rōmaji)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
hai (it)
- δεύτερο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος avere
- tu hai un problema: έχεις ένα πρόβλημα
Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hai (no)
- (ιχθυολογία) ο καρχαρίας, το σκυλόψαρο