lis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
lis | lis |
- ο κρίνος
- το λευκό άνθος του κοινού κρίνου
- (εραλδική) fleur de lis και fleur de lys - εραλδική μορφή αποτελούμενη από τρία σχήματα ανθών κρίνου, ενωμένα
- (κατ’ επέκταση) αντικείμενο που μιμείται αυτή τη μορφή
- (ειδικότερα) σημείο στον ώμο ορισμένων καταδίκων
[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Στον 19ο αιώνα, εμφανίστηκε η γραφή lys.
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- lis < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lis θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lis | litēs |
γενική | litis | litum |
δοτική | litī | litibus |
αιτιατική | litem | litēs |
κλητική | lis | litēs |
αφαιρετική | lite | litibus |
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
lis < πρωτοσλαβική lisъ
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lis (pl) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) η αλεπού
- (ειδικότερα) αρσενική αλεπού
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Εραλδική (γαλλικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (λατινικά)
- Λατινική γλώσσα
- Ουσιαστικά (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Νομικοί όροι (λατινικά)
- Λατινικά ουσιαστικά Γ κλίσης
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Θηλαστικά (πολωνικά)
- Ζώα (πολωνικά)