lys

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

lys < lis, πληθυντικός του lil < λατινική lilium

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lis/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
lys lys

lys (fr) αρσενικό (& lis)

  • → δείτε τη λέξη lis