ανυφαντής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανυφαντής < (ελληνιστική κοινή) ἀνυφάντης < αρχαία ελληνική ἀνυφαίνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανυφαντής αρσενικό (θηλυκό: ανυφάντρια & ανυφάντρα)
- (επάγγελμα) αυτός που (επαγγελματικά) υφαίνει
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανυφαντής
|