αγγούρι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγγούρι | τα | αγγούρια |
γενική | του | αγγουριού | των | αγγουριών |
αιτιατική | το | αγγούρι | τα | αγγούρια |
κλητική | αγγούρι | αγγούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγγούρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική αγγούρι(ν) < ελληνιστική κοινή ἀγγούριον[1][2] < ἄγγουρον < αραβική آجُرّ (ʾājurr) < αραμαϊκή 𐡓𐡅𐡂𐡀 (*ʾaggor /ʾgwr/) < ακκαδική 𒅇𒆪𒊒𒌝 (agurru, ukurru) < σουμεριακή al.ùr.(r)a[3]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aŋˈɡu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γου‐ρι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγγούρι ουδέτερο
- (λαχανικό) ο κυλινδρικός κι επιμήκης καρπός της αγγουριάς, με άσπρη και τραγανή σάρκα που τρώγεται ωμός σε σαλάτες ή σε τουρσί
- ⮡ Ο Γιάννης έκοψε φέτες αγγούρι για να φτιάξει ένα δροσιστικό σνακ.
- (μεταφορικά, αργκό) κάτι εξαιρετικά δύσκολο
- ⮡ Έχουμε πολλά αγγούρια στη δουλειά αυτή την εβδομάδα.
- (αργκό) (στον πληθυντικό) απάντηση που δίνεται σε κάτι που θεωρείται σαχλό
- (μεταφορικά) ο άνθρωπος που δεν έχει κοινωνική ή πνευματική ευελιξία
- ⮡ καθόταν και κοιτούσε σαν αγγούρι
- (μεταφορικά, σπάνιο, αργκό) το πέος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
αγγούρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγγούρι
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αγγούρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αγγούρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ υπάρχει και η άποψη ότι προέρχεται από το ελληνιστικό ἄγουρος < αρχαία ελληνική ἄωρος < ἀ- + ὥρα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραμαϊκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ακκαδικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σουμεριακά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαχανικά (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)