cetriolo
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cetriolo | cetrioli |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- cetriolo < δημώδης λατινική *citriolum
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /t͡ʃe.triˈɔ.lo/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cetriolo (it) αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- cetriolo - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).