Μετάβαση στο περιεχόμενο

Gurke

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: gurke
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Gurke die Gurken
γενική der Gurke der Gurken
δοτική der Gurke den Gurken
αιτιατική die Gurke die Gurken

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Gurke < (άμεσο δάνειο) πολωνική ogurek < μεσαιωνική ελληνική ἀγγούριον [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɡʊrkə/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Gurke (de) θηλυκό

  1. (λαχανικό) το αγγούρι
  2. (φυτό) η αγγουριά
  3. (μεταφορικά) η μυτόγκα
     συνώνυμα: Zinken
  4. (μεταφορικά) άχρηστος άνθρωπος ή αντικείμενο

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Gurke στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Gurke - Duden online.
  2. Gurke - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Gurke αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,