Gurke
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Gurke | die | Gurken |
γενική | der | Gurke | der | Gurken |
δοτική | der | Gurke | den | Gurken |
αιτιατική | die | Gurke | die | Gurken |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Gurke < (άμεσο δάνειο) πολωνική ogurek < μεσαιωνική ελληνική ἀγγούριον [1] [2]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Gurke (de) θηλυκό
- (λαχανικό) το αγγούρι
- (φυτό) η αγγουριά
- (μεταφορικά) η μυτόγκα
- (μεταφορικά) άχρηστος άνθρωπος ή αντικείμενο
Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Gurke στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Gurke αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά θηλυκά (γερμανικά)
- Δάνεια από τα πολωνικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα πολωνικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Λαχανικά (γερμανικά)
- Φυτά (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (γερμανικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (γερμανικά)