ακκαδικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Ακκαδική γλώσσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακκαδικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ακκαδικός στον πληθυντικό

Προφορά[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ακκαδικά
      γενική των ακκαδικών
    αιτιατική τα ακκαδικά
     κλητική ακκαδικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ΔΦΑ : /a.ka.ðiˈka/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακκαδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]