ακκαδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ka.ðiˈkos/
Επίθετο
[επεξεργασία]ακκαδικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τους Ακκάδιους ή την Ακκαδική Αυτοκρατορία