αβανιά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αβανιά | οι | αβανιές |
γενική | της | αβανιάς | των | αβανιών |
αιτιατική | την | αβανιά | τις | αβανιές |
κλητική | αβανιά | αβανιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.vaˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βα‐νιά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αβανιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) η συκοφαντία, η ρετσινιά, η δυσφήμηση, η κατηγορία, η διαβολή, η κακολογία
- ※ Η μάνα μου η Αλισαβώ | και η νενέ μου η Τζεβώ | είχαν συχνά μπελάδες | γιατί μας βγάζαν αβανιές | πως στου σπιτιού μας τις γωνιές | κρύβαμε κατσιρμάδες
- ※ Μαζώξου στὸ σπίτι σου, γριά, μὴ σοῦ κολλήσουν καμμιὰ ἀβανιά, τώρα στὰ γεροντάματα… καὶ ποῦν πὼς ἐβγῆκες τάχα σὲ κακὴ στράτα. #:: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Για την περηφάνια.
- (λαϊκότροπο) η υλική ζημιά, η συμφορά, η βλάβη
- ⮡ έπαθα μεγάλη αβανιά
- (λαϊκότροπο) η δυσκολία, η στεναχώρια
- ⮡ περνάω μεγάλη αβανιά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]
σημασία: συκοφαντία |
σημασία: ζημιά |
σημασία: δυσκολία |
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβανικά
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αβανιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ αβανιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ αβανιά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Δημιουργία λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσα γραφή (οθωμανικά τουρκικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κυπριακά
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)