αμπελώνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμπελώνας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμπελών ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀμπελώνας [1] Συγχρονικά αναλύεται σε αμπέλ(ι) + -ώνας.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /am.beˈlo.nas/, και σε γρήγορο λόγο a.beˈlo.nas
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μπε‐λώ‐νας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμπελώνας αρσενικό
- (αμπελουργία) μεγάλη έκταση γης στην οποία καλλιεργούνται, αποκλειστικά, αμπέλια
- το σύνολο των αμπελοκαλλιεργειών μιας περιοχής, νήσου, διοικητικού διαμερίσματος, ή και χώρας
- αμπελοχώραφο με πάνω από 1000 ρίζες αμπέλου, συνεπώς μεγαλύτερο από τρία στρέμματα, (νησιωτική αντίληψη)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Αμπελώνας (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αμπελώνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώνας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αμπελουργία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)