Μετάβαση στο περιεχόμενο

αίγα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: αἴγα, αἶγα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αίγα οι αίγες
      γενική της αίγας των αιγών
    αιτιατική την αίγα τις αίγες
     κλητική αίγα αίγες
Δείτε και την αρχαία κλίση «αἴξ».
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αίγα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική αἴγα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική αἴξ από την αιτιατική «τὴν αἶγα» [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈe.ɣa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αίγα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αίγα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]