Μετάβαση στο περιεχόμενο

ακόνι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακόνι τα ακόνια
      γενική του ακονιού των ακονιών
    αιτιατική το ακόνι τα ακόνια
     κλητική ακόνι ακόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ακόνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκόνιν[1] < ελληνιστική κοινή ἀκόνιον (υποκοριστικό της αρχαία ελληνική ἀκόνη)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈko.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακόνι
Ακόνι μαχαιριών.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ακόνι ουδέτερο και σπανιότερα ακόνη (θηλυκό)

  1. κάθε σκληρή πέτρα στην οποία τρίβουν την κόψη μαχαιριού ή άλλου μεταλλικού εργαλείου για να γίνει πιο κοφτερή
  2. (συνεκδοχικά) κάθε υλικό ή εργαλείο που χρησιμοποιείται για την ίδια δουλειά

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]