ακόνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακόνη | οι | ακόνες |
γενική | της | ακόνης | των | ακονών |
αιτιατική | την | ακόνη | τις | ακόνες |
κλητική | ακόνη | ακόνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακόνη < αρχαία ελληνική ἀκόνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακόνη θηλυκό
- το ακόνι, η ειδική πέτρα για το ακόνισμα, παλιότερα και θηγάνη ή θήγανον, "Ναξία λίθος" και ακονόπετρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακόνη