αλευρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλευρώνω: σχηματισμός ενεργητικής φωνής < κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική ἀλευρώνομαι [1][2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.leˈvɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λευ‐ρώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

αλευρώνω, αόρ.: αλεύρωσα, παθ.φωνή: αλευρώνομαι, π.αόρ.: αλευθρώθηκα, μτχ.π.π.: αλευρωμένος

  1. (μαγειρική) πασπαλίζω με αλεύρι
  2. (μεταφορικά, σκωπτικό) μακιγιάρω, βάζω πάρα πολύ makeup ή πούδρα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]