farine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

farine (fr) θηλυκό

  1. το αλεύρι
  2. σκόνη που παράγεται από τη συντριβή διάφορων πρώτων υλών

Δείτε επίσης[επεξεργασία]