απέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπέ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απέ (ιδιωματικό) <
είτε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπέκει με περικοπή / ἀποκεῖ < φράση ἀπὸ ἐκεῖ < αρχαία ελληνική ἀπό & ἐκεῖ
είτε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπέ (σύνδεσμος) < ἀπό < αρχαία ελληνική ἀπό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈpe/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πέ

Επίρρημα

[επεξεργασία]

απέ (ιδιωματικό)

  1. έπειτα, μετά
  2. (σε ερωτήσεις, συνήθως με το «και) λοιπόν
  3. εξάλλου

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • κι απέ (και λοιπόν, ε και; κι έπειτα;)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈpe/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πέ

Πρόθεση

[επεξεργασία]

απέ

Εκφράσεις

[επεξεργασία]