Μετάβαση στο περιεχόμενο

ανανεώνω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀνανεώνω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανανεώνω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀνανεώνω < ἀνανεῶ < ελληνιστική κοινή ἀνανεῶ (κλίση -όω) < αρχαία ελληνική ἀνανεοῦμαι  δείτε τις λέξεις ἀνά και νέος[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.na.neˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανανεώνω

ανανεώνω, αόρ.: ανανέωσα, παθ.φωνή: ανανεώνομαι, π.αόρ.: ανανεώθηκα, μτχ.π.π.: ανανεωμένος

  1. κάνω κάτι πιο νέο, πιο φρέσκο, πιο ζωηρό, πιο ακμαίο, πιο μοντέρνο
      Ανανεώνω τη ντουλάπα μου με πιο μοντέρνα ρούχα.
      Ανανεώνω το γάμο μου με λίγες μέρες διακοπές χωρίς τα παιδιά.
  2. δίνω παράταση σε κάτι
      ανανεώνω το μισθωτήριο
      Ανανέωσα την εγγραφή μου στο Πανεπιστήμιο. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις ανά και νέος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.