renouveler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
renouveler (fr)
- ξανακάνω, ανανεώνω
- ανακαινίζω, φρεσκάρω
- αναζωογονώ
- αναγεννώ
- αλλάζω εξολοκλήρου
- ενημερώνω
renouveler (fr)