ακροδάχτυλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακροδάχτυλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκροδάκτυλον (ο αντίχειρας), με παρερμηνεία:[1] άκρη του δάχτυλου, όπως στο ἀκροδαχτυλίτσι. Μορφολογικά αναλύεται σε ακρο- + δάχτυλο.[2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kɾoˈða.xti.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐δά‐χτυ‐λο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακροδάχτυλο ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- στον πληθυντικό: ακροδαχτύλια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ «ἀκροδάκτυλον» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.
- ↑ ακροδάχτυλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ ακροδάχτυλο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό Λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ακρο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)