αλυχτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλυχτώ < μεσαιωνική ελληνική αλυχτώ < αρχαία ελληνική ὑλακτῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
αλυχτώ
- (λαϊκότροπο) γαβγίζω
- (κατ' επέκταση) (για τα υπόλοιπα ζώα, εκτός του σκύλου) φωνάζω, ουρλιάζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλυχτάω - αλυχτώ | αλυχτούσα | θα αλυχτάω - αλυχτώ | να αλυχτάω - αλυχτώ | αλυχτώντας | |
β' ενικ. | αλυχτάς | αλυχτούσες | θα αλυχτάς | να αλυχτάς | αλύχτα - αλύχταγε | |
γ' ενικ. | αλυχτάει - αλυχτά | αλυχτούσε | θα αλυχτάει - αλυχτά | να αλυχτάει - αλυχτά | ||
α' πληθ. | αλυχτάμε - αλυχτούμε | αλυχτούσαμε | θα αλυχτάμε - αλυχτούμε | να αλυχτάμε - αλυχτούμε | ||
β' πληθ. | αλυχτάτε | αλυχτούσατε | θα αλυχτάτε | να αλυχτάτε | αλυχτάτε | |
γ' πληθ. | αλυχτάν(ε) - αλυχτούν(ε) | αλυχτούσαν(ε) | θα αλυχτάν(ε) - αλυχτούν(ε) | να αλυχτάν(ε) - αλυχτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλύχτησα | θα αλυχτήσω | να αλυχτήσω | αλυχτήσει | ||
β' ενικ. | αλύχτησες | θα αλυχτήσεις | να αλυχτήσεις | αλύχτησε | ||
γ' ενικ. | αλύχτησε | θα αλυχτήσει | να αλυχτήσει | |||
α' πληθ. | αλυχτήσαμε | θα αλυχτήσουμε | να αλυχτήσουμε | |||
β' πληθ. | αλυχτήσατε | θα αλυχτήσετε | να αλυχτήσετε | αλυχτήστε | ||
γ' πληθ. | αλύχτησαν αλυχτήσαν(ε) |
θα αλυχτήσουν(ε) | να αλυχτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλυχτήσει | είχα αλυχτήσει | θα έχω αλυχτήσει | να έχω αλυχτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλυχτήσει | είχες αλυχτήσει | θα έχεις αλυχτήσει | να έχεις αλυχτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αλυχτήσει | είχε αλυχτήσει | θα έχει αλυχτήσει | να έχει αλυχτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλυχτήσει | είχαμε αλυχτήσει | θα έχουμε αλυχτήσει | να έχουμε αλυχτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλυχτήσει | είχατε αλυχτήσει | θα έχετε αλυχτήσει | να έχετε αλυχτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αλυχτήσει | είχαν αλυχτήσει | θα έχουν αλυχτήσει | να έχουν αλυχτήσει |
|