ask

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: aşk

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας ask
γ΄ ενικό ενεστώτα asks
αόριστος asked
παθητική μετοχή asked
ενεργητική μετοχή asking

Ρήμα[επεξεργασία]

ask (en)

  1. ρωτώ
    I asked him why he was late.
    Τον ρώτησα γιατί άργησε.
  2. ζητάω, λέω σε κάποιον να μου δώσει κάτι ή να ικανοποιήσει μια επιθυμία μου
    He asked her for a glass of water.
    Της ζήτησε ένα ποτήρι νερό.
    I asked you to be quiet.
    Σας ζήτησα να κάνετε ησυχία.

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]