ask
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | ask |
γ΄ ενικό ενεστώτα | asks |
αόριστος | asked |
παθητική μετοχή | asked |
ενεργητική μετοχή | asking |
Ρήμα[επεξεργασία]
ask (en)
- ρωτώ, κάνω μια ερώτηση για να πάρω πληροφορίες
- ↪ I asked him why he was late.
- Τον ρώτησα γιατί άργησε.
- ↪ I am asking a question.
- Κάνω μια ερώτηση.
- ↪ I asked him why he was late.
- ζητάω, λέω σε κάποιον να μου δώσει κάτι ή να ικανοποιήσει μια επιθυμία μου
- ↪ He asked her for a glass of water.
- Της ζήτησε ένα ποτήρι νερό.
- ↪ I asked you to be quiet.
- Σας ζήτησα να κάνετε ησυχία.
- ↪ He asked her for a glass of water.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ask (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 338. ISBN 9780194325684., λήμμα: ερώτηση