abroad
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]abroad < μέση αγγλική abrood < a- + brood
Επίρρημα
[επεξεργασία]abroad (en) (χωρίς παραθετικά)
- στο εξωτερικό
abroad < μέση αγγλική abrood < a- + brood
abroad (en) (χωρίς παραθετικά)