Ausland
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ausland (de) ουδέτερο
- το εξωτερικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ausland < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ausland αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Statistisk sentralbyrå / Statistics Norway, 12891: Last names used by 200 persons or more, by last name, contents and year, ανακτήθηκε 6/9/2023 [1]