διασκεδάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διασκεδάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διασκεδάζω (διασκορπίζω) < αρχαία ελληνική διασκεδάννυμι (από τον αόριστο διεσκέδασα) < δια- + σκεδάννυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sqhed-
- για τους σύγχρονους όρους < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dissiper [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðʝa.sceˈða.zo/ & /ði̯a.sceˈða.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐σκε‐δά‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]διασκεδάζω, αόρ.: διασκέδασα
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να χαμογελάσει ή να γελάσει ή να νιώσει ευχάριστα
- ↪ με διασκεδάζουν τα έξυπνα καμώματα του φίλου μας
- (μεταβατικό) ψυχαγωγώ κάποιον
- ↪ ο οικοδεσπότης κάλεσε έναν γελωτοποιό να διασκεδάσει τους καλεσμένους του
- (αμετάβατο) χαμογελώ ή γελώ ή νιώθω ευχάριστα με κάτι που γίνεται
- ↪ διασκεδάζω με τα έξυπνα καμώματα του φίλου μας
- (αμετάβατο) ψυχαγωγούμαι
- ↪ σήμερα θα βγούμε έξω να διασκεδάσουμε
Ρήμα
[επεξεργασία]διασκεδάζω, αόρ.: διασκέδασα, παθ.φωνή: διασκεδάζομαι, π.αόρ.: διασκεδάστηκα/-σθηκα, μτχ.π.π.: διασκεδασμένος
- (σπάνιο, λόγιο) διασκορπίζω
- ↪ πρέπει να κάνουμε κάτι για να διασκεδάσουμε τις υποψίες του
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αδιασκέδαστος
- διασκέδαση
- διασκεδασμένος
- διασκεδασμός
- διασκεδαστήριο
- διασκεδαστής
- διασκεδαστικά
- διασκεδαστικός
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διασκεδάζω | διασκέδαζα | θα διασκεδάζω | να διασκεδάζω | διασκεδάζοντας | |
β' ενικ. | διασκεδάζεις | διασκέδαζες | θα διασκεδάζεις | να διασκεδάζεις | διασκέδαζε | |
γ' ενικ. | διασκεδάζει | διασκέδαζε | θα διασκεδάζει | να διασκεδάζει | ||
α' πληθ. | διασκεδάζουμε | διασκεδάζαμε | θα διασκεδάζουμε | να διασκεδάζουμε | ||
β' πληθ. | διασκεδάζετε | διασκεδάζατε | θα διασκεδάζετε | να διασκεδάζετε | διασκεδάζετε | |
γ' πληθ. | διασκεδάζουν(ε) | διασκέδαζαν διασκεδάζαν(ε) |
θα διασκεδάζουν(ε) | να διασκεδάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διασκέδασα | θα διασκεδάσω | να διασκεδάσω | διασκεδάσει | ||
β' ενικ. | διασκέδασες | θα διασκεδάσεις | να διασκεδάσεις | διασκέδασε | ||
γ' ενικ. | διασκέδασε | θα διασκεδάσει | να διασκεδάσει | |||
α' πληθ. | διασκεδάσαμε | θα διασκεδάσουμε | να διασκεδάσουμε | |||
β' πληθ. | διασκεδάσατε | θα διασκεδάσετε | να διασκεδάσετε | διασκεδάστε | ||
γ' πληθ. | διασκέδασαν διασκεδάσαν(ε) |
θα διασκεδάσουν(ε) | να διασκεδάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διασκεδάσει | είχα διασκεδάσει | θα έχω διασκεδάσει | να έχω διασκεδάσει | ||
β' ενικ. | έχεις διασκεδάσει | είχες διασκεδάσει | θα έχεις διασκεδάσει | να έχεις διασκεδάσει | ||
γ' ενικ. | έχει διασκεδάσει | είχε διασκεδάσει | θα έχει διασκεδάσει | να έχει διασκεδάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διασκεδάσει | είχαμε διασκεδάσει | θα έχουμε διασκεδάσει | να έχουμε διασκεδάσει | ||
β' πληθ. | έχετε διασκεδάσει | είχατε διασκεδάσει | θα έχετε διασκεδάσει | να έχετε διασκεδάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διασκεδάσει | είχαν διασκεδάσει | θα έχουν διασκεδάσει | να έχουν διασκεδάσει |
|
Η παθητική φωνή, για τη σημασία: διασκορπίζω
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διασκεδάζομαι | διασκεδαζόμουν(α) | θα διασκεδάζομαι | να διασκεδάζομαι | ||
β' ενικ. | διασκεδάζεσαι | διασκεδαζόσουν(α) | θα διασκεδάζεσαι | να διασκεδάζεσαι | ||
γ' ενικ. | διασκεδάζεται | διασκεδαζόταν(ε) | θα διασκεδάζεται | να διασκεδάζεται | ||
α' πληθ. | διασκεδαζόμαστε | διασκεδαζόμαστε διασκεδαζόμασταν |
θα διασκεδαζόμαστε | να διασκεδαζόμαστε | ||
β' πληθ. | διασκεδάζεστε | διασκεδαζόσαστε διασκεδαζόσασταν |
θα διασκεδάζεστε | να διασκεδάζεστε | (διασκεδάζεστε) | |
γ' πληθ. | διασκεδάζονται | διασκεδάζονταν διασκεδαζόντουσαν |
θα διασκεδάζονται | να διασκεδάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διασκεδάστηκα | θα διασκεδαστώ | να διασκεδαστώ | διασκεδαστεί | ||
β' ενικ. | διασκεδάστηκες | θα διασκεδαστείς | να διασκεδαστείς | διασκεδάσου | ||
γ' ενικ. | διασκεδάστηκε | θα διασκεδαστεί | να διασκεδαστεί | |||
α' πληθ. | διασκεδαστήκαμε | θα διασκεδαστούμε | να διασκεδαστούμε | |||
β' πληθ. | διασκεδαστήκατε | θα διασκεδαστείτε | να διασκεδαστείτε | διασκεδαστείτε | ||
γ' πληθ. | διασκεδάστηκαν διασκεδαστήκαν(ε) |
θα διασκεδαστούν(ε) | να διασκεδαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διασκεδαστεί | είχα διασκεδαστεί | θα έχω διασκεδαστεί | να έχω διασκεδαστεί | διασκεδασμένος | |
β' ενικ. | έχεις διασκεδαστεί | είχες διασκεδαστεί | θα έχεις διασκεδαστεί | να έχεις διασκεδαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διασκεδαστεί | είχε διασκεδαστεί | θα έχει διασκεδαστεί | να έχει διασκεδαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διασκεδαστεί | είχαμε διασκεδαστεί | θα έχουμε διασκεδαστεί | να έχουμε διασκεδαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διασκεδαστεί | είχατε διασκεδαστεί | θα έχετε διασκεδαστεί | να έχετε διασκεδαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διασκεδαστεί | είχαν διασκεδαστεί | θα έχουν διασκεδαστεί | να έχουν διασκεδαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διασκεδασμένος - είμαστε, είστε, είναι διασκεδασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διασκεδασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διασκεδασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διασκεδασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διασκεδασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διασκεδασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διασκεδασμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχαγωγούμαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- διασκεδάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διασκεδάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ διασκεδάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)