ψυχαγωγώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ψυχαγωγῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχαγωγώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψυχαγωγῶ, συνηρημένος τύπος του ψυχαγωγέω < αρχαία ελληνική ψυχ- + ἄγω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /psi.xa.ɣoˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψυ‐χα‐γω‐γώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ψυχαγωγώ, αόρ.: ψυχαγώγησα, παθ.φωνή: ψυχαγωγούμαι, π.αόρ.: ψυχαγωγήθηκα, μτχ.π.π.: ψυχαγωγημένος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]