entertain
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενεστώτας | entertain |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | entertains |
| αόριστος | entertained |
| παθητική μετοχή | entertained |
| ενεργητική μετοχή | entertaining |
Ρήμα
[επεξεργασία]entertain (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διασκεδάζω, ψυχαγωγώ
We entertained the children with fairytales.
- Διασκεδάσαμε τα παιδιά με παραμύθια.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) δέχομαι, φιλοξενώ
- (μεταβατικό, επίσημο) διατηρώ, μελετάω, σκέπτομαι, έχω ιδέες, ελπίδες, συναισθήματα κτλ. για κάτι
I was entertaining hopes/doubts.
- Διατηρούσα ελπίδες/αμφιβολίες.
We will entertain your proposal.
- Θα μελετήσουμε/σκεφτούμε την πρότασή σας.