νομοσχέδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νομοσχέδιο τα νομοσχέδια
      γενική του νομοσχεδίου
νομοσχέδιου
των νομοσχεδίων
    αιτιατική το νομοσχέδιο τα νομοσχέδια
     κλητική νομοσχέδιο νομοσχέδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νομοσχέδιο < νομο- + σχέδιο, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Gesetzentwurf [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νομοσχέδιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]