εξωτερικεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξωτερικεύω < εξωτερικός + -εύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική extérioriser)

εξωτερικεύω (παθητική φωνή: εξωτερικεύομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]