πεζοδρόμιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεζοδρόμιο τα πεζοδρόμια
      γενική του πεζοδρομίου
πεζοδρόμιου
των πεζοδρομίων
    αιτιατική το πεζοδρόμιο τα πεζοδρόμια
     κλητική πεζοδρόμιο πεζοδρόμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
νερά αποχέτευσης που πέφτουν στο πεζοδόμιο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεζοδρόμιο < πεζός + -ο- + δρόμος + -ιο (1.(μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Fussgängerweg[1] 2.(μεταφραστικό δάνειο) γαλλική trottoir[1])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.zoˈðro.mi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ζο‐δρό‐μι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεζοδρόμιο ουδέτερο

  1. η υπερυψωμένη και στρωμένη (με πλακάκια ή τσιμέντο ή άλλο υλικό) επιφάνεια στο πλάι ενός δρόμου που προορίζεται για τους πεζούς
  2. (μεταφορικά) η πορνεία

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]