πεζοδρόμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεζοδρόμιο < πεζός + -ο- + δρόμος + -ιο (1.(μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Fussgängerweg[1] 2.(μεταφραστικό δάνειο) γαλλική trottoir[1])
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.zoˈðro.mi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ζο‐δρό‐μι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεζοδρόμιο ουδέτερο
- η υπερυψωμένη και στρωμένη (με πλακάκια ή τσιμέντο ή άλλο υλικό) επιφάνεια στο πλάι ενός δρόμου που προορίζεται για τους πεζούς
- (μεταφορικά) η πορνεία
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεζοδρόμιο
|
- ↑ 1,0 1,1 πεζοδρόμιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιο (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)