trottoir
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
trottoir | trottoirs |
trottoir (fr) αρσενικό
- το πεζοδρόμιο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
trottoir | trottoirs |
trottoir (fr) αρσενικό