tie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tie | ties |
tie (en)
- γραβάτα
- ισχυρός σύνδεσμος, δεσμός
- (μουσική) σύζευξη διαρκείας
- ισοβαθμία για συμμετέχοντες σε ένα διαγωνισμό
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | tie |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ties |
αόριστος | tied |
παθητική μετοχή | tied |
ενεργητική μετοχή | tying |
tie (en)
- τυλίγω και δένω (πχ ένα σκοινί σε ένα δέντρο)
- δένω (κάποιον / έναν κόμπο / τα παπούτσια μου)
- ↪ I tie my shoelaces - δένω τα κορδόνια μου
- ισοβαθμώ, έχω τους ίδιους βαθμούς ή την ίδια θέση με κάποιον άλλο σε ένα διαγωνισμό
- ↪ The first three teams tied.
- Οι τρεις πρώτες ομάδες ισοβάθμησαν.
- ↪ The first three teams tied.
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
tie (eo)
- εκεί
- ↪ ĝi estas tie, kie vi lasis ĝin, είναι εκεί όπου το άφησες
Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tie (fi)