tie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tie ties

tie (en)

  1. γραβάτα
  2. ισχυρός σύνδεσμος, δεσμός
  3. (μουσική) σύζευξη διαρκείας
  4. ισοβαθμία για συμμετέχοντες σε ένα διαγωνισμό

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας tie
γ΄ ενικό ενεστώτα ties
αόριστος tied
παθητική μετοχή tied
ενεργητική μετοχή tying

tie (en)

  1. τυλίγω και δένω (πχ ένα σκοινί σε ένα δέντρο)
  2. δένω (κάποιον / έναν κόμπο / τα παπούτσια μου)
    I tie my shoelaces - δένω τα κορδόνια μου
  3. ισοβαθμώ, έχω τους ίδιους βαθμούς ή την ίδια θέση με κάποιον άλλο σε ένα διαγωνισμό
    The first three teams tied.
    Οι τρεις πρώτες ομάδες ισοβάθμησαν.

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

tie (eo)

  • εκεί
    ĝi estas tie, kie vi lasis ĝin, είναι εκεί όπου το άφησες



Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tie (fi)

  1. ο δρόμος
  2. η λεωφόρος