via
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
via (en)
- η οδός (χρησιμοποιείται μόνο σε σταθερές εκφράσεις)
- τρύπα γεμισμένη με μέταλλο που δημιουργεί ηλεκτρική επαφή ανάμεσα σε δύο στρώματα σε ένα τυπωμένο ηλεκτρονικό κύκλωμα
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
via (en)
- μέσω (για να δηλωθεί η διέλευση από κάπου)
- we are going to Athens via Patras - πηγαίνουμε στην Αθήνα μέσω Πατρών
- με, διά, μέσω (για να δηλωθεί ο τρόπος)
- via e-mail - μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | via | viaj |
αιτιατική | vian | viajn |
via (eo)
- δικός σας
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
via | vie |
via (it)
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
via (la) θηλυκό
- via longa est - ο δρόμος είναι μακρύς