through
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- through < παλαιοαγγλικά: thurh (πρόθεση και επίρρημα), γερμανικού ετύμου· συγγενές του ολλανδικού door και του γερμανικού durch
Η ορθογραφική μεταβολή σε thr- εμφανίστηκε γύρω στο 1300, και καθιερώθηκε από τον William Caxton και μετά.
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
through (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
through (en)