διαμέσου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαμέσου < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική διαμέσου (αρχαία ελληνική διάμεσον) < διά & μέσου
Επίρρημα[επεξεργασία]
διαμέσου