yol
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Τουρκικά (tr)
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Παράγωγες λέξεις
1.1.2
Δείτε επίσης
Τουρκικά
(tr)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
yol
(tr)
ο
δρόμος
yol
uzun - ο
δρόμος
είναι μακρύς
Παράγωγες λέξεις
[
επεξεργασία
]
yolcu
(
ταξιδιώτης
-
ταξιδιώτισσα
)
yolculuk
(
ταξίδι
)
Δείτε επίσης
[
επεξεργασία
]
νέα ελληνική
:
γιολτζής
Κατηγορίες
:
Τουρκική γλώσσα
Ουσιαστικά (τουρκικά)
Αντίστροφο λεξικό (τουρκικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Aymar aru
Azərbaycanca
Bosanski
Čeština
Deutsch
English
Español
Eesti
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
हिन्दी
Magyar
Ido
Italiano
日本語
ქართული
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
ລາວ
Malagasy
ဘာသာ မန်
Bahasa Melayu
Nederlands
Norsk
Polski
Русский
Gagana Samoa
Türkçe
Українська
Oʻzbekcha / ўзбекча
Tiếng Việt
中文