yol
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
yol (tr)
- ο δρόμος
- yol uzun - ο δρόμος είναι μακρύς