yolculuk

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
yolculuk < yolcu (ταξιδιώτης) + -luk

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

yolculuk (tr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]