μονόδρομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονόδρομος < μονο- + δρόμος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική one-way)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /moˈno.ðɾo.mos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονόδρομος αρσενικό
- δρόμος όπου η κίνηση οχημάτων επιτρέπεται μόνο προς τη μία κατεύθυνση
- (μεταφορικά) ο (θεωρούμενος ως) μοναδικός τρόπος ξεπεράσματος προβλημάτων ή αντιμετώπισης δυσχερειών
Επίθετο[επεξεργασία]
μονόδρομος
- (τηλεπικοινωνίες) simplex: μετάδοση πληροφορίας που γίνεται προς μία κατεύθυνση, όπως στη ραδιοφωνία από τον ραδιοφωνικό σταθμό (πομπός) στα ραδιόφωνα (δέκτης)
[επεξεργασία]
- μονόδρομα
- μονοδρομημένος
- μονοδρόμηση
- μονοδρομικός
- μονοδρομώ
- → δείτε τις λέξεις μονός και δρόμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονόδρομος < μονόδρομος (ουσιαστικό)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /moˈno.ðɾo.mos/
Επίθετο[επεξεργασία]
μονόδρομος, -η, -ο
- (σπάνιο) που αποτελεί τη μοναδική επιλογή
- (σπάνιο) που επιτρέπει την κίνηση από τη μία πλευρά ή συντελεί σ’ αυτή
- ※ Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνει μια συγκεκριμένη εφαρμογή του συμπλέκτη, η οποία ονομάζεται μονόδρομος συμπλέκτης ή αγγλιστί slipper clutch. (…) Πολλοί είναι όμως αυτοί που είναι πολέμιοι των μονόδρομων συμπλεκτών. Μια πολύπλοκη μηχανολογική κατασκευή έχει πιθανότητες να δυσλειτουργήσει. Και επειδή ο μονόδρομος είναι πιο πολύπλοκος από τον απλό συμπλέκτη, υπάρχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να αποδειχθεί αναξιόπιστος. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονόδρομος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μονο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Τηλεπικοινωνίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)