one-way

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

one-way < one + way

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˌwʌnˈweɪ/

Επίθετο[επεξεργασία]

one-way (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. μονής κατεύθυνσης, που επιτρέπει τη διέλευση ή ταξιδεύει - κινείται προς μια κατεύθυνση
    one-way street - μονόδρομος
    We cannot drive down this street. There's a one-way sign!
    Δεν μπορούμε να περάσουμε από αυτόν τον δρόμο. Υπάρχει μια πινακίδα μονής κατεύθυνσης!
  2. απλή μετάβαση
    a one-way flight - μια πτήση απλής μετάβασης
     αντώνυμα: round-trip

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]