που
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- που < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πού < αρχαία ελληνική ὅπου
Μόριο[επεξεργασία]
που
- αναφορικό· αντικαθιστά στο λόγο όλους τους κλιτικούς τύπους αντωνυμίας ο οποίος
- ο άνθρωπος που (=τον οποίο) είδα στο δρόμο ήταν ένας παλιός μου φίλος
- τα παιδιά που (=τα οποία) με χαιρέτησαν ήταν παλιοί μαθητές μου
- ως ειδικός σύνδεσμος
- με ξάφνιασε που (=το ότι) σε είδα έτσι ξαφνικά μετά από τόσα χρόνια
- ως αιτιολογικός (αποτελεσματικός) σύνδεσμος
- χαίρομαι που (=διότι) σε βλέπω ξανά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- που < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
που
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- που < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
που (εγκλιτικό < πού)
- (τοπικό επίρρημα) οπουδήποτε, κάπου
- σε κάποιο βαθμό, κάπως
- (με αριθμητικά) περίπου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- κου (ιωνικός τύπος )
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- οὔ τί που (έφκραση αγανάκτησης)
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- που - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- που - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μόρια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Επιρρήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επιρρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)